- τηνικάδε
- τηνικάδεat this timeindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τηνικάδε — Α επίρρ. 1. τότε ακριβώς («τηνικάδε πιστεύσαντες τοῑς λεγομένοις παρέδοσαν τήν πόλιν», Πολ.) 2. τέτοια ώρα, τόσο νωρίς («τί τηνικάδε ἀφῑξαι, ὦ Κρίτων, ἤ οὐ πρῴ ἔτι ἐστίν;» Πλάτ.) 3. τέτοια ώρα ή τέτοια εποχή (α. «αὔριον τηνικάδε», Αιλ. β.… … Dictionary of Greek
τηνικάδ' — τηνικάδε , τηνικάδε at this time indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τομέταζε — Α (κατά τον Ησύχ.) «τηνικάδε» … Dictionary of Greek